τρυφεροπάρειος

τρυφεροπάρειος
-ον, Μ
αυτός που έχει τρυφερά μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο-πάρειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”